Με την ξαδέρφη και την θεία στο περιβολάκι

Θα σας διηγηθώ μία ιστορία, που μου συνέβη πριν από αρκετά χρόνια στο χωρίο. Είμαι 33 χρόνων και η ιστορία διαδραματίστηκε πριν από 12 χρόνια

Στο χωρίο ζούσε μία ξαδέρφη μου η Μαρία (4η για την ακρίβεια) με τους γονείς της και με την αδερφή της. Ήταν απίστευτα όμορφη, μία γυναίκα που στο διάβα της δεν αφήνει αδιάφορο κανένα αντρικό βλέμμα, μην πω και γυναικείο βλέμμα. Γεμάτη κοπέλα με μεγάλα στήθη, που τα τόνιζε με πουκαμισάκια και μπλουζάκια με ανοιχτό καρέ. Μέτριου αναστήματος με πεταχτό κωλαράκι και μία μέση σαν δακτυλίδι, τα μπουτάκια της μία λιγούρα.




Μας φιλοξενούσαν στο σπίτι τους. Ήταν μεσημέρι και ο πατέρας και η μητέρα της είχαν πάει στα χωράφια. Η αδερφή της ήταν σε μία φίλη της και οι δικοί μου σε μία επίσκεψη. Εγώ κοιμόμουν στον καναπέ. Είχε πολύ ζεστή και κοιμόμουν μόνο με ένα σορτσάκι. Εκείνη φορούσε μια μίνι φουστίτσα κι ένα μπλουζάκι με τιραντάκι, που φαίνονταν τα μεγάλα στήθη της. Ήθελε να δει τηλεόραση και την έβαλε χαμηλά. Έκατσε στον καναπέ στην άκρη και παρακολουθούσε. Τότε ξύπνησα.

«Σε ξύπνησα ξαδερφούλη;» μου είπε.
«Όχι, κάνει ζεστή και είμαι ιδρωμένος,» της απάντησα. «Που είναι οι υπόλοιποι;» ρώτησα.
«Όλοι έξω, μόνοι μας είμαστε. Τώρα ξύπνησα κι εγώ. Θες καφεδάκι;» με ρώτησε.
«Ναι αμέ, γλυκό», της απαντώ, «σαν εσένα». Χαμογέλασε, σηκώθηκε και πήγε να τον φτιάξει.
Περπατούσε σαν μοντέλο και επιδεκτικά κουνούσε απαλά το ποπουδάκι της. Κάποια στιγμή άκουσα ένα θόρυβο και πετάχτηκα. Έτρεξα στη κουζίνα και τη ρώτησα τι συνέβη.
«Μου έπεσε το σέικερ», μου απάντα, «όμως δεν πειράζει, θα πάρω το άλλο… μόνο κράτησε λίγο την καρέκλα για να ανέβω και να το φτάσω, επειδή το έχω ψηλά».
Ανέβηκε και φάνηκαν όλα για την ακρίβεια τα πάντα γιατί μέσα δεν φορούσε τίποτα και αντίκρισα ένα πανέμορφο γλυκό ξυρισμένο μουνάκι. Την ώρα που κατέβαινε, τάχα μου παραπάτησε κι έπεσε πάνω μου. Το βαρύ στήθος της ακούμπησε στο πρόσωπό μου και ένιωσα μία τρέλα.
«Συγνώμη βρε ματιά μου, αλλά μ’ έπιασε μία ζαλάδα εκεί πάνω».
«Δεν πειράζει γλυκιά μου, κάθε μέρα τέτοια να μου συνέβαιναν, και τι στο κόσμο», απάντησα.
Αφού φτιάνει και δικό της φραπεδάκι, καθίσαμε στον καναπέ. Αρχίσαμε μα μιλάμε για τις σχέσεις για αγάπη, για έρωτα, για σεξ.
Με ρώτησε… «τώρα έχεις σχέση;»
«Ναι, αλλά δεν τα πάμε και πολύ καλά, έχουμε προβληματάκια», της απαντώ. «Εσύ;»
«Που;;; εδώ στο χωρίο;;; με ποιόν να κανείς κάτι;;; θα γίνεις πρώτο θέμα.».
«Και από πλευράς σεξ τι κανείς βρε μωρό μου; τέτοια γυναίκα όμορφη, γλυκιά τρυφερή ερωτική και με όλα όσα χρειάζεται να στείλεις ένα άντρα στα ουράνια της ηδονής.
«Το πιστεύεις;», ρωτάει.
«Καλά πλάκα κανείς; έχεις υπέροχο σώμα. Μπροστά στη φίλη μου είσαι θέα» και τότε νιώθω να μου σηκώνεται τρελά.
«Δηλαδή θα ήθελες να είχες ένα σώμα σαν το δικό μου στην αγκαλιά σου;»
«Σαν τρελός, αλλά πως; τέτοια τύχη στην Αθήνα δεν τη βρίσκεις.»
(Ήθελα να το προτείνει μονή της).
«Εδώ όμως το έχεις. Dεν θέλεις να το αποκτήσεις; Έστω και για λίγο;»
«Δηλαδή; θέλεις να χαρείς τον έρωτα;» απαντώ.
«Σαν τρελή. Σηκωνόμουν από το κρεβάτι όταν κοιμόσουν και σε έβλεπα και ήθελα πολύ να σε χαϊδέψω παντού, αλλά φοβόμουν» και πλησίασε πιο κοντά μου.
Την αγκάλιασα και της είπα ψιθυριστά στο αυτί… «και γιατί δεν με χάιδευες μανάρι μου;»
Ακούμπησα τα χείλη μου στο λαιμό της και τη φίλησα απαλά.
«Ήθελα να σου το πω ότι σε θέλω τρελά» και το χέρι της χάιδεψε τον πούτσο μου, που είχε γίνει πύραυλος.



Φιλιόμαστε παθιασμένα τη χάιδευα παντού, ώσπου άκουσα κλειδί στην πόρτα. Πεταχτήκαμε και οι δύο και χωρίσαμε αμέσως. Ήταν η αδερφή της.
«Καφεδάκι πίνετε;», ρωτάει.
«Ναι μωρέ και τα λέγαμε».
Το μάτι της έπεσε στον σηκωμένο πούτσο μου, χαμογέλασε και είπε… «ναι το βλέπω. Θα πάω πάλι στην Άννα. Λεφτά ήρθα να πάρω για να αγοράσω ένα παγωτό. Πάντως ο μπαμπάς και η μαμά θα αργήσουν και τους δικούς σου, τους είδα και θα αργήσουν κι αυτοί».
«Γιατί το λες αυτό;», ρωτήσαμε με μία φωνή.
«Για να συνεχίσετε την κουβεντούλα σας. Μακάρι να μπορούσα να καθόμουν κι εγώ, αλλά με περιμένουν».
Έφυγε με ένα χαμόγελο, σα του τζόκερ. Μείναμε πάλι μόνοι μας.
«Λοιπόν; που είχαμε μείνει;», ρωτάω
 
Έβγαλε το μπλουζάκι της και έπεσε επάνω μου. Τα στήθια της ήταν τεράστια. Σφικτά και άρχισα να τα ρουφάω, ενώ το χέρι μου χάιδευε το υγρό μουνάκι της. Τότε ένιωσα τα πρώτα υγρά να τρέχουν σαν βρύση. Τότε ακούσαμε και πάλι την πόρτα και ήταν πάλι η αδερφή της. Γρήγορα φόρεσε το μπλουζάκι της.
«Έφερα παγωτά. Με θέλετε στην παρέα σας;»
«Τι να πω; Κάτσε».
Έφερα πύραυλους… σαν εσάς και χαμογέλασε.
«Τι εννοείς;» ρώτησα.
«Τίποτα, κάνει ζεστή και σκέφτηκα να δροσιστούμε».

Λέγαμε περί ανέμων και υδάτων, μέχρι που ήρθαν όλοι. Το βραδύ, πέσαμε να ξαπλώσουμε. Που ύπνος; Μία καύλα τεράστια είχα και τον χάιδευα και σκεφτόμουν την ξαδέρφη μου. Μετά από καμία ώρα άκουσα την πόρτα από το δωμάτιο των κοριτσιών. Βλέπω μία φιγούρα μέσα στο σκοτάδι να έρχεται προς το μέρος μου. Ήταν η Μαρία. Με πλησίασε. Έκανα πως κοιμόμουν. Βάζει το χέρι της στον πούτσο μου και τον βγάζει από το σορτσάκι. Τον πήρε στο στόμα της και άρχισε να τον ρουφάει. Την κοίταξα δεν είπα τίποτα. Ένιωσα να τελειώνω. Το κατάλαβε και τα ρούφηξε όλα. Τα κατάπιε. Πήγε στο μπάνιο. Μετά 10 λεπτά γύρισε με φίλησε στο στόμα και ψιθύρισε… «αύριο θα είναι η μέρα μας» και έφυγε.



Μετά από καμία ώρα νιώθω 2 χείλη να φιλάνε το σώμα μου και να γλύψουν την πούτσα μου. Ήταν η αδερφή της. Έκανα πως κοιμόμουν, ενώ αυτή ρουφούσε την πούτσα μου, σαν τρελή. Ανέβηκε πάνω μου και έχωσε τον πούτσο μου στο μουνί της. Χοροπηδούσε πάνω μου. Ένιωσα να χύνει ασταμάτητα, μέχρι που τελείωσα κι εγώ. Έφυγε, δεν είπε λέξη.

Το πρωί ήρθε και πήραμε πρωινό μαζί. Η Μαρία είπε πως θα πήγαινε στο περιβόλι να κόψει ντομάτες και αγγουριά. Μου είπε η μάνα της να πάω και εγώ για παρέα κι έτσι πήγα. Φορούσε ένα σορτσάκι και ένα τιραντάκι. Ξεκινήσαμε και με το που βγήκαμε από την αγορά του χωρίου, περπατούσαμε πότε αγκαλιά και πότε χεράκι, χεράκι. Φτάσαμε στο περιβόλι και αμέσως ξεκλείδωσε την αποθήκη και κλείδωσε πίσω της.

«Είμαι δίκη σου, κάνε με ότι θέλεις, κάνε με γυναίκα σου».

Πέσαμε σε κάτι μπάλες από άχυρα, γδυθήκαμε. Με το που αντίκρισα γυμνό το σώμα της έχασα τον κόσμο γύρω μου. Έπεσα πάνω της και τη φιλούσα παντού. Την έγλειφα, τη δάγκωνα. Ήμασταν σαν τρελοί. Μπήκα μέσα της. Πόνεσε. Κάναμε παθιασμένο έρωτα. Ένιωθα, ότι μου ερχόταν να χύσω. Προσπάθησα να απομακρυνθώ για να μην τελειώσω μέσα της, αλλά μάταια… με είχε σφίξει τόσο δυνατά, που ήταν αδύνατο.



Τελειώσαμε σχεδόν μαζί. Φιληθήκαμε σαν ερωτευμένο ζευγαράκι. Σηκωθήκαμε, ντυθήκαμε, μαζέψαμε ότι ήταν να μαζέψουμε και πήραμε το δρόμο της επιστροφής. αγκαλιασμένοι. Στη διαδρομή φιλιόμασταν παθιασμένα.

Φτάσαμε σπίτι, σα να μη συνέβαινε τίποτα. Φάγαμε για μεσημέρι, ήρθε το απόγευμα και όλοι έφυγαν. Μείναμε οι ξαδέρφες μου και εγώ. Έφτιαξε καφέ το Μαράκι και για τους 3 και καθίσαμε στην αυλή. Τότε η Ναταλία είπε… «τα ξέρω όλα, αλλά για να μη μαρτυρήσω τίποτα, αύριο θα πάμε όλοι μαζί στο περιβόλι».

Συμφωνήσαμε άφωνοι.

Ήρθε το βραδύ και άκουγα ομιλίες και χαμογελάκια στο δωμάτιο των ξάδερφών μου. Με πήρε ο ύπνος. Κάπου τα μεσάνυχτα ένιωσα ένα χέρι, να μου χαϊδεύει απαλά τα ποδιά κοντά στον πούτσο μου. Τεντώθηκα και αμέσως το χέρι μαζεύτηκε και η φιγούρα έφυγε μέσα στο σκοτάδι. Το πρωί σηκώθηκα με απίστευτες κάβλες, φαινόταν πολύ έντονα. Πήγα στο μπάνιο και πλύθηκα μπας και συνέλθω, αλλά ήταν αδύνατο. Η θεία μου η οποία ήταν μία απίστευτη γυναίκα 43 χρόνων, με τεράστιο μπούστο και υπέροχα κωλομέρια μου έφερε καφέ.



«Τι έχεις» με ρωτάει.
«Πονοκέφαλο βρε θεία» της απαντώ.
«Μμμ…. θες ένα παυσίπονο;»
«Μπα θα περάσει» απαντώ. «οι άλλοι που είναι;»
«Κατέβηκαν στην πόλη για ψώνια».
«Α καλά… και είμαστε μόνοι;»
«Ναι και θέλω βοήθεια στην αποθήκη κάποια στιγμή μετά. Τι λες θα με βοηθήσεις;»
«Ό,τι θέλεις».
«Σ’ ευχαριστώ»
«Για πες πως τα περνάς στην Αθήνα;»
«Δουλεία, σπίτι, καμία βολτούλα. Τέτοια».
«Καμία πιτσιρίκα;»
«Ε, κάτι γίνεται, αλλά δυσαρεστημένος είμαι».
«Γιατί;» με ρωτάει
«Δεν βρίσκεις όλο το πακέτο σε μία γυναίκα. Αισθήματα και ερωτισμό. Μακάρι να υπήρχαν γυναίκες σωστές».
Σταμάτησε τις δουλείες. Έπλυνε τα χεριά της, έπιασε τον καφέ της και κάθισε να μου κάνει παρέα. Ανασηκώνει τη φούστα και μου λέει… «εσύ δηλαδή, πως τη θέλεις τη γυναίκα;»
«Ξέρεις βρε θεία μου, είναι και δύσκολο να στο πω τώρα, απλά τη θέλω γυναίκα… γυναίκα με τα όλα της. Πως είσαι εσύ;… τυχερός ο θείος. Αλλά τι να το κανείς;… δεν βρίσκεις».
«Δηλαδή τι έχω περισσότερο εγώ και το Μαράκι κι από τις άλλες γυναίκες;»
«Τώρα τι να σου πω; έχετε τρυφερά αισθήματα, έχετε υπέροχα σώματα, αλλά ως καταλαβαίνεις τέτοιες γυναίκες είναι δυσεύρετες. Ο μπάρμπας μου έκανε την καλύτερη επιλογή».
«Δεν το εκτιμά αγόρι μου».
«Γιατί, πάει με άλλες;»
«Δεν ξέρω… δεν κάνουμε έρωτα πια.»
«Τέτοιο κορμί και το αφήνει απότιστο;»
«Ε, δεν ήταν έτσι. Δεν ξέρω τι συμβαίνει».
«Και βρε θεία πως σου περνάει η τρέλα του έρωτα;»
«Ε, ξέρεις τώρα»… και χαϊδεύει τα ποδιά της.
«Πάντως, εγώ βρε θεία, αν σε είχα γυναίκα ή το Μαράκι θα το κάναμε κάθε μέρα».
«Δηλαδή σου αρέσω»;
«Σοβαρά μιλάς; ποιός τυφλός δεν θέλει το φως του».
«Και θα ήθελες να έκανες έρωτα μαζί μου;».
«Θα ήταν υπέροχα, αλλά είσαι παντρεμένη και λίγο κολλάω».
«Σε τι κόλλας γλυκιέ μου»;
Εκεί ένιωσα να τινάζεται ο πούτσος μου.
«Ε ,να ξέρεις… είναι δύσκολο να…» και πριν τελειώσω μου είπε:
«Χθες τα ξημερώματα ένιωσες κάτι;»
«Ναι».
«Εγώ ήμουν».
«Και γιατί δεν συνέχισες;»
«Γιατί θέλω να ξέρω, αν με ήθελες».
«Και βέβαια…», πριν τελειώσω με πλησίασε και κόλλησε τα χείλη της πάνω στα δικά μου και έπιασε τον πούτσο μου.
«Είναι σωστό;»
«Ολόσωστο» απαντά. Πάμε στο δωμάτιο μωρό μου, να με κανείς δίκη σου και από μένα ό,τι θέλεις».
«Ό,τι θέλω;»
«Ναι ό,τι θέλεις».



Την ξάπλωσα στο κρεβάτι, της έβγαλα το μπλουζάκι και πετάχτηκαν τα υπέροχα μεγάλα στήθη της. Ήταν υπέροχα. Έπεσα πάνω τους, λες και είχα να δω γυναικεία βυζιά από τότε που θήλαζα. Τη ρουφούσα, τη δάγκωνα, τη βύζαινα, ενώ το χέρι μου είχε γλιστρήσει στο υγρό μουνάκι της, που ήταν απαλό και φρεσκοξυρισμένο. Της σηκώνω τη φούστα και ανοίγω τα ποδιά της και μπαίνω μέσα στην υγρή μουνάρα της. Τη γαμούσα δυνατά και μου έλεγε…. «χύσε με αγόρι μου, μη βγεις, χύσε με». Ένιωσα τα υγρά να ανεβαίνουν και την έχυσα μέσα στη μουνάρα της. Μετά από δευτερόλεπτα τελείωσε κι εκείνη και τα υγρά της έκαναν τα σεντόνια μούσκεμα, ανασηκώθηκε με ξάπλωσε βίαια και άρχισε να ρουφάει τον πούτσο μου, τον έκανε πάλι σκληρό ενώ τα δάκτυλα της έπαιζαν με τα αρχίδια μου.

Σε κάποια στιγμή νιώθω το χέρι της να γλιστρά όλο και πιο κάτω και άρχισε να μου χαϊδεύει τον κώλο, ώσπου ένιωσα το δάκτυλό της να χαϊδεύει την κωλοτρυπίδα μου και η κάβλα μου έγινε τεράστια.

«Τι κανείς εκεί» της λέω.
«Ξέρω εγώ, θέλω να χύσεις πάλι και να τα πιώ μέχρι σταγόνα»
Και νιώθω το δάκτυλό της να μπαίνει μέσα μου κι ένιωσα να χύνω τρελά. Ρουφούσε δυνατά. Νόμιζα ότι θα έμενε ο πούτσος μου μέσα στο στόμα της. Έχυνα… έχυνα. Ρουφούσε και το δάκτυλο έμπαινε βαθιά και έχυνα.
«Σου άρεσε μανάρι μου;»
«Παρά πολύ μωρό μου» της λέω.
«Έλα ξάπλωσε πάνω στο στήθος μου να χαλαρώσεις».
«Που τα έμαθες αυτά;» τη ρώτησα.
«Μη ρωτάς ,απλά απόλαυσε τη χαρά της ηδονής».
«Μου είπες να σου ζητήσω ό,τι θέλω»
«Ναι ΑΓΟΡΙ ΜΟΥ, ό,τι θέλεις».
«Θέλω να στείλεις τη Μαρία στην Αθήνα με το πρόσχημα να σπουδάσει σε κάνα ΙΕΚ. Θέλω να την έχω κοντά μου και θα είναι ,σαν να έχω εσένα».
«Αυτό είναι εύκολο και θα το κάνω μωρό μου και θα τη στείλω και θα έρχομαι κι εγώ να περνάμε καλά. Εγώ νόμιζα ότι θα ζητούσες κάτι πιο δύσκολο».
«Εσένα και τη Μαρία για μία φόρα»
«Το απόγευμα στο περιβόλι».

Ήρθε το μεσημέρι. και βάλαμε να φάμε. Η θεία μου έκατσε δίπλα μου. Καθ’ όλη τη διάρκεια του φαγητού, έβαζε κάτω το χέρι της κι έπιανε το πούτσο μου και με κάβλωνε. Πήγαμε ξαπλώσαμε για μεσημέρι και ήρθε η Μαρία στον καναπέ που κοιμόμουν.
«Το απόγευμα θα πάμε στο περιβόλι με τη μαμά θα έρθεις;»
«Ναι Μαράκι, θα έρθω».

Κατά τις 5 ξεκινήσαμε για το περιβόλι. Η θεία φορούσε σορτσάκι και μπλουζάκι τιραντάκι που τόνιζε τα μεγάλα στήθια της. Η Μαρία κοντή τζιν φουστίτσα και τιραντάκι. Κουνούσε το κορμάκι της σαν μοντέλο και με τρέλαινε. Μετά από 10 λεπτά απομακρυνθήκαμε από τη αγορά του χωρίου και μπήκαμε σε αγροτικό δρόμο. Τότε και οι δύο ταυτόχρονα, αριστερά η μία και δεξιά η άλλη, μου έπιασαν το χέρι.

«Αγόρι μου καταλαβαίνεις, ότι τις υποσχέσεις μου τις κρατάω».
«Ναι, θεία.»
«Όπως και σε ένα μήνα το Μαράκι θα έρθει στην Αθήνα για σπουδές και βέβαια το Μαράκι θα είναι αποκλειστικά δική σου».
«Τι λες;»
«Αν το θέλει η Μαρία»;
«Σαν τρελή!!!» απαντά.
«Και τώρα θεία τι θα κάνουμε στο περιβόλι;» ρωτάω σαν χαζούλης.
«Θα δεις».

Κοντεύαμε να φτάσουμε. Ήμασταν αγκαλιά και οι τρεις. Μπήκαμε στο χωράφι και φτάσαμε στην αποθήκη. Βγάζει το κλειδί από τα στήθια της. Ξεκλειδώνει και ανοίγει την πόρτα και με νόημα μας λέει να μπούμε μέσα. Πίσω μας κλείδωσε. Τότε και οι δύο με κοίταξαν λες και έβλεπαν ένα γαλακτομπούρεκο. Πέσανε πάνω μου… η μία μ’ έγδυνε πάνω και η άλλη κάτω. Με φιλούσαν, με χάιδευαν, με δάγκωναν, με πιπίλιζαν, με χούφτωναν από παντού. Μετά με πέταξαν στα άχυρα κι έπεσε το Μαράκι πάνω μου. Την έγδυσα και τη φιλούσα και τη χούφτωνα παντού. Η πούτσα μου είχε φτάσει στα ουράνια.



Έβλεπα ότι η θεία μου γδυνόταν και τριβόταν μαζί. Ξάπλωσε κι αυτή. Με χάιδευε και με έγλυφε. Παίρνει το Μαράκι και το βάζει πάνω στο πούτσο μου. Μπήκα και κουνιόταν σαν τρελή. Η θεία μου την είχε αγκαλιάσει τις χάιδευε τις βυζάρες της και την έσφιγγε. Της έβαλε ένα δάκτυλο στο κώλο. Είχε τρελαθεί. Σε κάποια στιγμή νιώθω να χύνει ασταμάτητα και τραβιέται από πάνω μου. Τα μπούτια μου και ο πούτσος μου έσταζαν από τα υγρά της.

Άρχισε να τη φιλάει πάλι και κάθισε με κώλο της στο πούτσο μου. Φιλιόταν και χαδεύονταν σαν τρελές. Τότε ένιωσα τα δάκτυλά της να ζουλάνε τα αρχίδια μου και ήρθε η ώρα να τελειώσω κι εγώ. Το κατάλαβε και βγαίνει το αρπάζει και τότε 2 στοματά άρχισαν να τον γλύφουν. Έχυνα και δεν έπεσε σταγόνα… όλα στα στοματά τους. Τα κατάπιαν, φιλήθηκαν και με φίλησαν κι έμενα τρυφερά. Ξαπλώσαμε μαζί και μιλούσαμε.

«Να ξέρεις αγόρι μου ότι έχουμε σπίτι στην Αθήνα. Σε 1 μήνα το Μαράκι θα είναι Αθήνα. Εύχομαι να μην με απογοητεύσεις. Θα το έχεις όλο δικό σου και κάπου, κάπου θα έρχομαι κι εγώ. Με θέλετε;»
«Φυσικά και σε θέλουμε».
Σε ένα μήνα ακριβώς η Μαρία ήρθε για να σπουδάσει. Από τότε είμαστε μαζί και σχεδόν κάθε 3 μήνες έρχεται και η θεία. Άλλες φορές φανερά κι άλλοτε κρυφά. Περνούσαμε καλά ποτέ εγώ και το Μαράκι και πότε και οι τρεις μαζί. Μάλιστα σκεφτόμαστε να το επισημοποιήσουμε και να γίνουμε μία οικογένεια (λεμέ τώρα).

Αυτή ήταν η ιστορία μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου